- ματρόθεν
- ματρόθεν (Α)επίρρ. βλ. μητρόθεν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ματρόθεν — μᾱτρόθεν , μητρόθεν from the mother doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρόθεν — (Α μητρόθεν, δωρ. τ. ματρόθεν) 1. επίρρ. από την πλευρά τής μητέρας («ματρόθεν Ἀστυδάμειας», Πίνδ.) 2. από τήν ίδια τη μητέρα ή από το μητρικό χέρι («ὅν ἐξέθρεψα μητρόθεν δεδεγμένη», Αισχύλ.) 3. από την κοιλιά ή από τα σπλάγχνα τής μητέρας.… … Dictionary of Greek